Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐς κόρακας

См. также в других словарях:

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — ο γεν. κόρακα και κοράκου, πληθ. κόρακες και κοράκοι 1. το αρπαχτικό πουλί κόρακας. 2. η παροιμία «Kόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει» λέγεται για την αλληλεγγύη ανθρώπων του αυτού ποιού. 3. η παροιμία «Aπό κόρακα κρα θα ακούσεις» σημαίνει ότι από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κόρακας ή Κόραξ — (15ος αι.). Βυζαντινός θεολόγος και άρχοντας. Έζησε στην εποχή του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1422), εστάλη από τον αυτοκράτορα στον σουλτάνο Μουράτ Β’ προκειμένου να τον… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας, Αριστοτέλης — (Πόμπια Κρήτης 1858 – 1946). Αντιστράτηγος, αγωνιστής της Κρητικής ανεξαρτησίας και των εθνικών απελευθερωτικών αγώνων. Ήταν γιος του αγωνιστή του 1821 Μιχαήλ Κόρακα (βλ. λ.). Το 1873 γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων με τιμητική υποτροφία που του… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας, Μιχαήλ — (Πόμπια Κρήτης 1797 – 1889). Αγωνιστής του 1821 και των Κρητικών επαναστάσεων. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Σφακιανών εναντίον του Μουσταφά πασά. Αργότερα, επέστρεψε στα Σφακιά και επικεφαλής 50 αρματολών πολέμησε εναντίον των Τούρκων της… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας — Κόραξ raven masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρακας — κόραξ raven masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Vardousia — Vardousia, Korakas (Βαρδούσια, Κόρακας) Vardousia, Berggipfel Korakas. Ansicht von Westen Höhe 2.495 m …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»